- βαφικά
- βαφικόςfit for dyeingneut nom/voc/acc plβαφικά̱ , βαφικόςfit for dyeingfem nom/voc/acc dualβαφικά̱ , βαφικόςfit for dyeingfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαφικάς — βαφικά̱ς , βαφικός fit for dyeing fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφικός — ή, ό (AM βαφικός, ή, όν) [βαφή] ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί στη βαφή, ως χρωστική ουσία («βαφικά βότανα», «βαφικές ουσίες») νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βαφικά, τα τα απαραίτητα σύνεργα και υλικά για να βαφτεί ο ηθοποιός πριν απ την… … Dictionary of Greek
μερσερισμός — ο ειδική επεξεργασία διαβροχής βαμβακερών νημάτων ή υφασμάτων με πυκνό διάλυμα καυστικής σόδας η οποία προσδίδει στο προϊόν μεταξοειδή στιλπνότητα και βελτιώνει τη συνάφειά του με τα βαφικά μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού γαλλ. mercerisage (βλ. λ.… … Dictionary of Greek